- ζωστός
- -ή, -ό (AM ζωστός, -ή, -όν)ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος»)μσν.το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστήτίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε -τός τού ρ. ζώννυμι* που αντιστοιχεί στο αβεστ. yā-sta-, λιθ. juostas και ανάγεται σε IE *iōs-tos «ζωσμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.